- στρατοπέδευμα
- τὸ, ΜΑ [στρατοπεδεύω]1. το στρατόπεδο2. το στράτευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρατοπεδευμάτων — στρατοπέδευμα army neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύματος — στρατοπέδευμα army neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)